-
1 στις οχτώ και τέταρτο
a un quart de nou -
2 оба
обачисл. собир. καί οἱ δύο, ἀμφότεροι:мы \оба ἐμεϊς (καί) οἱ δυό· с обеих сторон κι ἀπό τίς δυό πλευρές· в обоих случаях καί στίς δυό περιπτώσεις· ◊ смотреть в \оба (быть настороже) ἔχω τά μάτια μου τέσσερα. -
3 курсовка
курсовкаж τό είσιτήριο[ν] γιά θεραπεία καί διατροφή στά σανατόρια καί στίς λουτροπόλεις. -
4 вагонетка
το βαγονέτο (το μικρό ανοικτό βαγόνι για μεταφορά υλικών σε μικρές αποστάσεις), η χειράμαξαзавалочная - πλήρωσης/φόρτω-σηςзагрузочная - см. завалочная --Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагонетка
-
5 χαρά
η1) радость; веселье;είμαι τρελλός από χαρά — не помнить себя от радости;
2) свадьба;κάνω χαρά — справлять свадьбу;
καί στίς χαρές σας! — за вашу скорую свадьбу!;
§ μιά χαρά — превосходно, прекрасно;
φαίνομαι (είμαι) μιά χαρά — выглядеть (чувствовать) себя прекрасно;
χαρά στο πράμα — пустяки;
χαρά σ' εμάς — мы счастливы;
(η)μέρα (είναι) χαρά Θεού — чудесный день;
με γεια σου με χαρά σου! — на здоровье!
-
6 губернатор
-а α.1. κυβερνήτης, νομάρχης (στην προεπν. Ρωσία).2. κυβερνήτης σε μερικές αποικίες καθώς και στις πολιτείες της Αμερικής. -
7 жилкование
-я ουδ.νεύρωση• ίνες (στα φύλλα των φυτών και στις φτερούγες των εντόμων). -
8 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
9 по
πρόθ.I.με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•
ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•
по краям дороги στις άκρες του δρόμου.
|| εναντίον, κατά•стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.
|| μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.
|| (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.
2. (για διεύθυνση)• κατά•идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•
идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.
|| επί, σύμφωνα• με•идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.
3. κατά, σύμφωνα με•уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•
по образцу κατά το παράδειγμα•
по силам κατά τις δυνάμεις•
уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•
разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•
по моде κατά τη μόδα•
по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.
|| με, απο, εκ, εξ•он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.
|| απο, εκ•судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•
знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.
|| κατά, ως προς•добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•
учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.
|| (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•брат по матери ομομήτριος αδερφός•
брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•
родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.
4. με, απο, διά•отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•
говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•
передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•
ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.
5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•по недосмотру από απροσεξία•
отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•
ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•
по привычке από συνήθεια.
6. για, δια, προς, με σκοπό•отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.
|| επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.
7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•
по праздникам (κατά) τις γιορτές•
заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•
цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•
приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•
по десятому году στο δέκατο χρόνο.
8. από•по стаканчику από ένα ποτηράκι•
по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•
по одному από ένα (στον καθένα)•
по разу από μια φορά (ο καθένας).
|| για•тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•
тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.
II.με αιτ.1. ως, έως, μέχρι•по колено ως το γόνα•
войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•
сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.
|| ως και, μέχρι και•прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•
с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•
по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•
по сегодня ως τα σήμερα.
2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•по левую руку από το αριστερό χέρι.
3. για•ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•
сходить по воду πηγαίνω για νερό.
III.με προθετική•1. μετά, ύστερα, έπειτα από•с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.
2. για•скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.
3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.εκφρ.по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν. -
10 начало
начало с η αρχή, η έναρξη с самого \началоа από την αρχή· в \началое στην αρχή' в \началое пятого στις τέσσερις και κάτι· перед \началоом πριν αρχίσει* * *сη αρχή, η έναρξηс са́мого нача́ла — από την αρχή
в нача́ле — στην αρχή
в нача́ле пя́того — στις τέσσερις και κάτι
пе́ред нача́лом — πριν αρχίσει
-
11 έχω
(παρατ είχα, αόρ. εσχον) 1. μετ.1) в разн. знач иметь;έχω σπίτι (άλογο, μαγαζί) — иметь дом (лошадь, магазин);
έχω πολλούς φίλους — иметь много друзей;
έχω δυό παιδιά — иметь двоих детей;
δεν έχω τίποτα — ничего не иметь;
δεν έχει ποτέ του χρήματα πάνω του — он никогда не имеет при себе денег;
έχω χρέη — иметь долги;
έχω γερά δόντια — иметь крепкие зубы;
έχω ωραία φωνή — обладать прекрасным голосом;
έχω ισχυρή μνήμη — иметь крепкую память;
έχω δικαίωμα (τη δυνατότητα) — иметь право (возможность);
έχω μεγάλη επιθυμία — иметь большое желание, сильно желать;
έχω μεγάλη σημασία — иметь большое значение;
έχω υπόληψη (εκτίμηση) — пользоваться хорошей репутацией (уважением);
έχω πείρα — иметь опыт;
έχω στη διάθεση μου — иметь в своём распоряжении, располагать (кем-чем-л.);
δεν έχω καιρό — у меня нет времени, мне некогда;
δεν έχω όρεξη (διάθεση) — не иметь аппетита (настроения);
έχει ομορφιά — он красив;
έχει λεβεντιά — он молодец;
ασχήμια πού την έχει! — разве он не красив?!, чем он плох?!;
έχουμε μουσαφιρέους ( — или μουσαφίρη δες) — у нас сегодня гости;
έχουμε άνοιξη — у нас весна;
έχουμε δημοκρατία — у нас демократический строй;
2) держать, оставлять;έχω ανοικτά τα παράθυρα — держать окна открытыми;
3) держать, содержать (где-л.);τον έχουν (στη) φυλακή ( — или μέσα) — его содержат в тюрьме:
4) стоить;πόσο έχει; — сколько стоит?;
5) считать, полагать;τον έχουν γιά πλούσιο (τρελλό) — его считают богатым (сумасшедшим);
τον έχουν χαμένο — его считают погибшим;
δεν σ'εχω άξιο να το κάμεις я не думаю, что ты способен на это;τον έχω σαν πατέρα — я считаю его своим отцом;
δεν σ' έχω άνθρωπο, αν δεν το κάμεις ты бу- дешь последним человеком, если не сделаешь этого;δεν σού τώχα να είσαι τόσο ζηλιάρης я не думал, что ты та- кой ревнивый;τό έχω ντροπή μου — мне стыдно за себя;
τό έχω τιμή μου πού... — я горжусь тем, что...;
καλλίτερα έχω να... — я предпочитаю..., лучше...;
6) страдать, быть больным (чём-л.);έχ πνευμονία (φθίση, πυρετό, βήχα) — у меня воспаление лёгких (туберкулёз, жар, кашель);
7) заключать в себе;δεν έχει τίποτε ιιέσα — быть пустым;
τό μπουκάλι δεν έχει πλέον τίποτε — в бутылке больше ничего нет;
8) носить (усы и т. п.);έχω γένεια — носить бороду;
9) (о времени, большей частью не переводится):έχει χρόνια στην Αμερική — он уже три года живёт в Америке;
έχει ώρα πού εφυγε — он уже давно ушёл;
έχω καιρό να... — я уже давно не...;
έχω καιρό να φάω κρέας — я давно не ел мяса;
έχει δυό μέρες να φάει — он уже два дня ничего не ел;
έχω ενα χρόνο να τον δώ [ — уже год, как я его не видел;
10) (в сочетании с сущ. обозначает действие или состояние по значению данного сущ.):έχω χρέος — я должен, я обязан;
έχω χρείαν — нуждаться;
έχω πένθος — быть в трауре, носить траур;
έχω τη γνώμη — иметь мнение, полагать, думать;
έχω τη δύναμη — быть в состоянии, мочь;
έχω τρεχάματα — суетиться, хлопотать;
§ έχω εξ ακοής — знать понаслышке;
έχω υπόψη (υπ' όψιν) — иметь в виду;
έχω ουμε υπ' όψιν... — имеется в виду;
έχω την τιμή... — иметь честь...;
δεν έχω την τιμή να γνορίζω... — не имею чести знать...;
έχω τό λόγο — моя очередь выступать, прошу слова;
τό λόγο έχει... — слово имеет..., слово предоставляется...;
τα έχω καλά (κακά) με... — быть в хороших (плохих) отношениях с...;
έχκαίγω να κάνω σ' αυτή τη δουλειά — я тоже участвую в этом деле, и я заинтересован в этом деле;
δεν έχω καμιάν αντίρρηση — не иметь ничего против;
δεν έχω ιδέα ( — или είδηση) — не иметь никакого представления, ничего не знать;
δεν έχει καθόλου μυαλό — у него голова совсем не работает;
δεν το χει γιά τίποτα να... ему ничего не стоит..., он может запросто..., он способен на...;δεν τον έχω σε υπόληψη — я его не уважаю;
την έχω ασχημα — плохи мои дела;
τό έχω σε καλό (κακό) — для меня эτο — хорошее (плохое) предзнаменование;
έχω кап να σού πω — я хочу кое-что тебе сказать;
έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — а) не спускать глаз (с кого-л.), присматривать как следует (за кем-л.); — б) смотреть в оба;
πού είχες τα μάτια σου και δεν τον είδες куда смотрели твой глаза, что ты не видел его;τον έχω σαν τα μάτια μου — я им очень дорожу;
δεν έχω μάτια να τον δώ — я не могу его видеть;
έχω τη συνήθεια — иметь обыкновение;
έχω σχέση — иметь отношение;
έχω τα νεύρα μου — нервничать, быть в раздражённом состоянии;
έχω την πλώρη μου κατά τον κάβο — держать курс на мыс;
έχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках;
έχω σκοπό να... — намереваться, иметь целью...;
έχω στο νού μου — или έχω κατά νούν — иметь на уме, собираться, намереваться;
έχω τό νού μου — а) обращать внимание;
б) быть бдительным, осмотрительным;έχει το νού του πάντα στίς γυναίκες — у него вечно женщины на уме;
έχε το νού σου στο φαί — посмотри за едой (которая варится, жарится);
τα έχω σωστά — или τα έχω τετρακόσια — а) быть семи пядей во лбу; — б) быть в здравом уме;
τα έχω με κάποιον — а) питать вражду к кому-л.; — б) завязывать любовную связь с кем-л.;
τα έχω με τον Γιάννη — мы в плохих отношениях с Янисом;
τα έχω ψήσει — завязывать любовные связи;
τον έχει με το μέρος του — он обеспечил себе его поддержку;
τον έχω στο χέρι — я его держу в руках, он у меня в руках;
μάς είχε τραπέζι он устроил для нас обед;εχετε την καλωσύνη... будьте добры (любезны)...;έχετε γεια! — будьте здоровы!, до свидания!;
έτσι το έχουμε — у нас так, такой у нас обычай;
τί έχεις; — что с тобой?;
τί έχουμε;
что нового?;τί 'χαμέ τί χάσαμε нам нечего было терять;έχε χάρη πού... — благодари бога, что...;
να 'χεις χάρη τού πατέρα σου ειδεμή... благодари своего отца, иначе...;έχει τα ροΰχα της — у неё менструация;
έχει τα ρούχα του — или έχει τα φεγγαριάτικά του — у него припадок;
τό έχει το σκαρί του — у него такая натура;
τα έχω χαμένα — я не знаю, что делать;
έχει τα χρονάκια του — он не такой уж молодой;
από δώ τον είχα, από κει τον είχα, τον κατάφερα я его кое-как уговорил;ας τα κλαίει, πού τα χει его у бы- ток, ему и плакать;καλώς έχόντων των πραγμάτων — если всё будет хорошо, если ничего не случится;
κάλλιο (или καλύτερα) το χω... παρά... или κάλλια χω... παρά... или έχω καλλίτερα να... παρά... лучше... чем...;ουκ άν λάβεις παρά τού μη έχοντος — погов, с голыша не возьмёшь ни шиша;
τί έχεις, Γιάννη;
τί χα πάντα погов, каким ты был, таким и остался;όποιος έχει παπούτσια, χτυπάει τα τακούνια — посл. у кого есть ботинки, тот и топает каблуками; — кто платит деньги, тот и заказывает музыку;
εμείς ψωμί δεν έχουμε και λάχανο αγοράζουμε — посл, хлеба нет, а капусту покупаем; — ест орехи, а на зипуне прорехи;
όποιος έχεν πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα — погов, у богатого и по бороде масло течёт; — не знает, куда девать (что-л.), с жиру бесится;
2. αμετ.1) чувствовать себя;πως έχετεστήν υγεία σας; — как ваше здоровье?;
2) απρόσ. есть, имеется;δεν έχει ψωμί στο σπίτι — в доме нет хлеба;
δεν έχει πλέον — больше нет, не имеется;
έχει κουνέλια εδώ — здесь есть кролики;
επάνω στο τραπέζι έχει ένα κανάτι νερό — на столе стоит графин с водой;
σήμερα έχει βροχή (κρύο, λάσπη, αέρα) — сегодня дождь (холод, грязь, ветер);
αύριο θα έχει ωραία ημέρα — завтра будет хороший день;
έχει καλώς — хорошо;
έχει χορό απόψε — у нас сегодня вечер, бал;
δεν έχει πιά γκρίνιες никто больше не ноет, не хнычет;3. (вспомогательный гл. для образования перфектной формы):έχω γράψει, — или έχ γραμμένο — я уже написал;
είχα γραφθεί я уже записался;4. (с зависимым наклонением обозначает долженствование):έχω να γράψω (να πλύνω) — я должен написать, (постирать);
έχω να κάνω με... — я должен иметь дело...;
έχω να πάρω εκατό δραχμές — мне причитается сто драхм;
δεν έχεις να πας πουθενά — ты отсюда не должен никуда уходить;
§ πόσο έχει ο μήνας; — какое сегодня число?;
έχει δεν έχει — как бы то ни было, так или иначе;
είχε δεν είχε το έκαμε он всё-таки это сделал;δεν έχει να κάνει — не имеет значения;
ούτως έχει το πράγμα — вот так обстоит дело;
δεν έχω πού ( — или πουθενά) να... — мне некуда...;
δεν έχω πού να βάλω τα πράγματα μου — мне некуда положить вещи;
δεν έχω πουθενά να πάω — мне некуда пойти;
1) — придерживаться;έχομαι
έχομαι στερρώς των ιδεών μου — твёрдо придерживаться своего мнения;
2) содержать, заключать в себе;οι λόγοι του δεν έχονται αληθείας — его слова лишены правды
-
12 зазор
тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμαвоздушный эл. - του αέραкольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -контактный эл. - της επαφής- между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου- между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματοςсборочный (св.) - της συναρμολόγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор
-
13 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
14 час
часм в разн. знач. ἡ ῶρα:который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο. -
15 αρχή
η1) начало;αρχή της οδού — начало дороги;
απ' ( — или εξ) αρχης, απ' ( — или από) την αρχή — сначала;
στην αρχή — или στίς αρχες — или κατ' αρχάς — в начале;
στίς αρχές τοβ μηνός — в начале месяца;
κάνω αρχή — начинать;
κάνω την αρχή — положить начало;
2) πλ. начала, основные положения, основы;οι αρχές της χημείας — начала химии;
3) принцип; правило;κατ' αρχήν — в принципе; — как правило, в основном, вообще;
εμμονή ( — или αφοσίωση) σε αρχές — принципиальность;
άνθρωπος με αρχές — принципиальный человек;
άνευ αρχων — или χωρίς αρχές — без принципов, беспринципный;
4) основа, предпосылка; условие;5) власть; πλ. власти, правительство;αί αρχαί της πόλεως — городские власти;
§ αρχή αρχ во-первых;
αρχή τό ήμισυ τού παντός — начало - половина дела;
κάθε αρχή και δύσκολη — погов, лиха беда начало
-
16 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
17 иметь
-ю, -ешьρ.δ. μ.1. έχω, κατέχω•иметь деньги έχω χρήματα•
иметь право έχω δικαίωμα•
иметь талант έχω ταλέντο•
это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•
иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•
иметь возможность έχω τη δυνατότητα•
иметь стыд ντρέπομαι.
|| (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•
эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.
|| διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•
вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.
3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•иметь применение εφαρμόζομαι•
иметь притязание διεκδικώ•
хождение κυκλοφορώ.
4. έχω αγαπητικό.εκφρ.иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.υπάρχω•препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•
-ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•
по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.
εκφρ.иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη. -
18 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
19 унция
1. (единица массы) η ουγγιά (ισοδυναμεί με 28,35 γρ.) 2. (жидкостная) (мера объёма и вместимости) η ουγγιά (ισούται στις ΗΠΑ με 29,57 χιλ.3 ή 1/128 γαλόνια και στη Βρετανία με 28,41 χιλ.3) (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ, πίνακες 6 και 11).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > унция
-
20 καλός
η, ό[ν] 11) хороший (в раэн. знач);καλ εργάτης (μαθητής, άνθρωπος) — хороший рабочий (ученик, человек);
καλό φόρεμα — хорошее, красивое платье;
καλός πίνακας — хорошая картина;
καλός καιρός — хорошая погода;
καλός άνεμος — сильный ветер;
καλή φήμη — добрая слава, доброе имя;
καλό φάρμακο — эффективное средство (о лекарстве);
2) (в пожеланиях):ώρα καλή! — а) в добрый час!, счастливого пути!; — б) ирон. скатертью дорога;
καλό ταξίδι! — счастливого путешествия, счастливого пути!;
καλή αντάμωση — до свидания;
§ καλό μούτρο — негодяй;
άνθρωποι καλής θέλησης — люди доброй воли;
είμαι ( — или βρίσκομαι) στίς καλές μου — быть в хорошем настроении, в хорошем расположении духа;
βλέπω με καλό μάτι — хорошо, благожелательно относиться;
του τα είπα ( — или έψαλα) από την καλή — я ему сказал об этом напрямик;
καλό και τούτο — этого ещё не хватало;
μιά και καλή — раз навсегда;
καλέ! — послушай, дружище! (в обращении);
καλ κι' αυτός! ирон. — ну и хорош!;
καλή ώρα σαν... — ну прямо как... (в сравнениях);
ο καλός καλο δεν έχει — погов, хорошим людям часто не везёт;
2.1) (о, η):ο καλός μου — любимый мой;
η καλή μου — любимая моя;
2) (η) лицевая сторона (одежды, ткани)
См. также в других словарях:
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Τρινιδάδ και Τομπάγκο — Νησιά της κεντρικής Αμερικής στο βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Tο κράτος του Tρινιδάδ και Tομπάγκο αποτελείται από δύο νησιά, από τα οποία μεγαλύτερο είναι το Tρινιδάδ, που βρίσκεται κοντά στην ακτή της Bενεζουέλας και ανακαλύφθηκε το 1498 από τον… … Dictionary of Greek
Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
Άγιος Χριστόφορος και Νέβις — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική ΑμερικήΤο κράτος αποτελείται από δύο νησιά: τον Ά.Χ. (176,2 τ. χλμ.) και το Ν. (93,2 τ. χλμ.), 3,3 χλμ. ΝΑ του Α.Χ.Τα νησιά χωρίζονται από το στενό Νάροους. Βρίσκονται στο βορειότερο άκρο… … Dictionary of Greek